- ονειροφαντασία
- ονειροφαντασίαιά η видение, призрак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ονειροφαντασία — και ονειροφαντασία, η (Α ὀνειροφαντασία) γέννημα τής φαντασίας, οπτασία που εμφανίζεται στον ύπνο ή σε κατάσταση εγρήγορσης («η μάννα σου στον ύπνο της, σ ονειροφαντασιά της είδε να γεννηθεί δαυλός», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος +… … Dictionary of Greek
ονειροφαντασία — η οπτασία στον ύπνο, όνειρο, ονειροπόλημα: Μες στον ύπνο της σ ονειροφαντασία της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ονειροπόλημα — το (Α ὀνειροπόλημα) [ονειροπολώ] νεοελλ. 1. το να αφαιρείται κανείς, να απομακρύνεται από την πραγματικότητα και να αναπολεί παλιές ευχάριστες καταστάσεις ή να πλάθει με τη φαντασία του άλλες, καινούργιες 2. φανταστική οπτασία, ονειροφαντασία,… … Dictionary of Greek
ονειροφάντασμα — το ονειροφαντασία … Dictionary of Greek
όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… … Dictionary of Greek
ενύπνιο — το το όνειρο, η ονειροφαντασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)